Δεύτερη πατρίδα η Ελλάδα για 7 στους 10 μετανάστες

Δημοσίευση: 08/08/2011 04:08
Συντάκτης: digitalcrete.gr
169 προβολές

Διάθεση να προσαρμοστούν στην ελληνική κουλτούρα, διατηρώντας παράλληλα πολιτισμικά στοιχεία της ιδιαίτερης πατρίδας, δείχνουν 7 στους 10 μετανάστες που ζουν στη χώρα μας.

Πανελλαδική έρευνα για την ψυχοκοινωνική προσαρμογή των μεταναστών, που έφερε στη δημοσιότητα η 'Ελευθεροτυπία', έδειξε ότι μόνο το 16% των μεταναστών, δηλαδή λιγότεροι από δύο στους δέκα, δίνουν προτεραιότητα στη χώρα προέλευσής τους έναντι της ελληνικής κοινωνίας. Ομως η προσκόλληση στην ομάδα των συμπατριωτών τους δεν φαίνεται να είναι λειτουργική, προφανώς γιατί εμποδίζει την ενσωμάτωσή τους στην ελληνική κοινωνία. Οι συνέπειες είναι μετρήσιμες στο εισόδημά τους και τις συνθήκες στέγασής τους, στην υγεία τους, στη γλώσσα κ.λπ.

Υπάρχει όμως και 5% των μεταναστών που δεν επιθυμεί δεσμούς με καμιά από τις δύο κουλτούρες και διατηρεί μια πιο προσωπική στρατηγική.

Πάντως, όπως αποδεικνύεται, η ψυχική και ουσιαστική προσαρμογή των μεταναστών εξαρτάται πολύ περισσότερο από τον βαθμό εμπλοκής τους στην ελληνική κουλτούρα, σε σύγκριση με τον βαθμό προσήλωσης που δείχνουν στον πολιτισμό της ιδιαίτερης πατρίδας τους.

Το προφίλ των μεταναστών

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διακύμανση της ψυχοκοινωνικής προσαρμογής των μεταναστών ανάλογα με δημογραφικούς παράγοντες. Ετσι, βρέθηκε ότι οι μετανάστες που ζουν στην Ελλάδα περισσότερα χρόνια, όσοι προέρχονται από την Αλβανία και στην ουσία αποτελούν ένα από τα πρώτα μεταναστευτικά ρεύματα, αλλά και εκείνοι που ζουν στις αγροτικές περιοχές παρουσιάζουν καλύτερο προφίλ ως προς τα χαρακτηριστικά ενσωμάτωσής τους σε σύγκριση με τους μετανάστες που έχουν μετακινηθεί πρόσφατα και προέρχονται από την Αφρική ή την Ασία και ζουν στις μεγάλες αστικές πόλεις (π.χ. Αθήνα, Θεσσαλονίκη).

Οπως επισημαίνουν οι Ελληνες επιστήμονες, η κοινωνική προσαρμογή των μεταναστών στην Ελλάδα είναι διαδικασία δυναμική και πολυδιάστατη μάλλον παρά στατική και μονοσήμαντη.

«Οι πολιτικές και οι παρεμβάσεις», αναφέρουν στα συμπεράσματά τους, «χρειάζεται να λάβουν υπόψη το θετικό προφίλ που προκύπτει από τον συνδυασμό των πολιτισμικών στοιχείων της χώρας προέλευσης και της χώρας υποδοχής, αποφεύγοντας την αλλοτριωτική αφομοίωση αφ’ ενός και τον κοινωνικό αποκλεισμό αφ’ ετέρου. Η εμπειρικά πλέον τεκμηριωμένη συσχέτιση μεταξύ πολιτισμικών, κοινωνικών, οικονομικών και ψυχολογικών παραγόντων υποδεικνύει την ανάγκη για συνδυαστικές, πολλαπλά στοχευμένες δράσεις, οι οποίες απαιτούν μια μεταναστευτική πολιτική με μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και σε στενή συνεργασία με άλλους τομείς λειτουργίας, όπως είναι η εργασία, η εκπαίδευση, η υγεία και η κοινωνική πρόνοια. Πέρα από τη διαπιστωμένη ανάγκη, η επιστημονική έρευνα είναι σε θέση να παράσχει τα αναγκαία εργαλεία για τη χάραξη τέτοιων δράσεων και πολιτικών».

Οπως σημειώνεται, πριν από το πρόγραμμα αυτό, στη χώρα μας δεν υπήρχε συστηματική καταγραφή της ένταξης των μεταναστών για τους περισσότερους από τους τομείς που μελετήθηκαν, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να εμφανίζεται στα διεθνή φόρα ως μια από τις ελάχιστες χώρες που δεν διέθεταν επίσημα στοιχεία.