Από την Κρήτη στην αιωνιότητα και 30 χρόνια συμπληρώθηκαν από το θάνατο του Νίκου Ξυλούρη. Ο Νίκος Ξυλούρης ή Ψαρονίκος, γεννήθηκε το 1936, στο ορεινό χωριό Ανώγεια του Ρεθύμνου της Κρήτης από οικογένεια με μουσική παράδοση και πολλούς λυράρηδες.
Επιστρέφουν στ' Ανώγεια μετά την απελευθέρωση. Από πολύ μικρός δείχνει την κλίση του στο τραγούδι και στη λύρα. Σε ηλικία 12 χρονών ο πατέρας του τού αγοράζει την πρώτη του λύρα για να εξελιχθεί πολύ γρήγορα σ' έναν από τους πλέον περιζήτητους σε γάμους, βαφτίσια και λοιπές κοινωνικές εκδηλώσεις, οργανοπαίχτες και τραγουδιστές της περιοχής του.
Σε ηλικία 17 χρόνων κατεβαίνει για πρώτη φορά να δουλέψει στο Ηράκλειο, στο κέντρο «Κάστρο». Τα πράγματα όμως δεν ήταν όπως τα περίμενε γιατί βρέθηκε αντιμέτωπος με τη «μόδα» της Ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο για αυτόν. Τα έσοδα του μόλις και μετά βίας έφταναν να τον συντηρήσουν και πέρασε δύσκολες εποχές.
Στα τέλη του 1958 πραγματοποιεί την πρώτη του ηχογράφηση για δίσκο. Είναι το τραγούδι «Κρητικοπούλα μου» («μια μαυροφόρα όταν περνά»).
Λίγους μήνες πιο πριν είχε παντρευτεί την Ουρανία Μελαμπιανάκη, κόρη ευκατάστατης οικογένειας του Ηρακλείου. Εγκαθίστανται στο Ηράκλειο οι οικονομικές δυσκολίες είναι στην αρχή μεγάλες. Το 1960 γεννιέται το πρώτο τους παιδί, ο Γιώργος, και 6 χρόνια μετά το δεύτερο, η Ρηνιώ. Την επιτυχία του πρώτου εκείνου τραγουδιού ακολουθούν αρκετές ακόμα ηχογραφήσεις σε μικρά δισκάκια. Το 1966, βγαίνοντας για πρώτη φορά από την Ελλάδα, συμμετέχει σ' ένα φολκλορικό φεστιβάλ στο Σαν-Ρέμο και να παίρνει το πρώτο βραβείο. Το 1967 ανοίγει στο Ηράκλειο το πρώτο κρητικό κέντρο τον «Ερωτόκριτο».
Το Φεβρουάριο του 1969 ηχογραφεί την ανοιχτή «Ανυφαντού», ένα τραγούδι που κυριολεκτικά «σπάει τα ταμεία» μέσα στην παραδοσιακή δισκογραφία της εποχής. Τον Απρίλη εκείνης της χρονιάς έρχεται για πρώτη φορά για εμφανίσεις στην Αθήνα, στο κέντρο «Κονάκι» και το Σεπτέμβριο εγκαθιστάτε μόνιμα στην πρωτεύουσα. Ο σκηνοθέτης Ερρίκος Θαλασσινός, με τον οποίο γνωρίζονται στο «Κονάκι», μιλάει γι' αυτόν στο συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο. Ήδη όμως από το 1965 οι δυνατότητες του αλλά και ο χαρακτήρας του έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον του διευθυντή -τότε- της δισκογραφικής εταιρίας COLUMBIA, του Τάκη Λαμπρόπουλου. Μετά και την επιτυχία της «Ανυφαντούς», το καλοκαίρι του 1970 ο Λαμπρόπουλος κατεβαίνει μαζί του στ' Ανώγεια, γίνονται κουμπάροι και ξεκινούν μια συνεργασία σε νέα πλαίσια.
Πέρα από τα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης η φωνή του Ξυλούρη θα περάσει στη σύγχρονη «έντεχνη» δημιουργία επώνυμων συνθετών.
Με το Γιάννη Μαρκόπουλο συνεργάζονται για πρώτη φορά στο «Χρονικό», μια ενότητα τραγουδιών που θέτει σε νέα βάση τη σχέση της παράδοσης με το παρόν. Έξι μήνες μετά κυκλοφορεί ο δίσκος-αναφορά στα «Ριζίτικα» της Κρήτης. Το Μάιο του 1971 ξεκινούν κοινές εμφανίσεις στην μπουάτ «Λήδρα» στην Πλάκα. Μέσα στην καρδιά της δικτατορίας η φωνή του Ξυλούρη, είτε λέει τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, είτε παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, γίνεται σημαία αντίστασης. «Πότε θα κάνει ξαστεριά», «Αγρίμια κι αγριμάκια μου»... Ακολουθούν δυο ακόμα κύκλοι τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου, η «Ιθαγένεια» και ο «Στρατής ο θαλασσινός» αλλά και συνεργασίες με το Σταύρο Ξαρχάκο, το Χριστόδουλο Χάλαρη και το Χρήστο Λεοντή. Το καλοκαίρι του 1973 κρατά τον καθοριστικό ρόλο τραγουδιστή σε μια παράσταση που ανεβάζουν η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος στο θέατρο «Αθήναιον» με αντικείμενο την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια. Είναι «Το μεγάλο μας τσίρκο». Μέσα από τις αναφορές και τα τραγούδια του βρίσκει τρόπο έκφρασης το τεταμένο πολιτικό κλίμα που οδηγεί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Είναι από τις ελάχιστες επώνυμες παρουσίες στο χώρο που «βλέπουν» το φως της δημοσιότητας από τις εφημερίδες εκείνων των ημερών.
Από τη «Λύδρα» στην «Αρχόντισσα», μετά στην «Αποσπερίδα». Ξανά στη «Ληδρα», μετά στο «Κύτταρο» και στο «Θεμέλιο». Είναι οι έξι σταθμοί του στις μπουάτ μέχρι το 1979. Τα μεταπολιτευτικά χρόνια τραγουδά κάποια ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου και του Γιάννη Μαρκόπουλου. Παράλληλα, ηχογραφεί τα «Αντιπολεμικά» τραγούδια του Λίνου Κόκοτου και του Δημήτρη Χριστοδούλου και κάποια μελοποιημένα από τον Ηλία Ανδριόπουλο ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη. Επανέρχεται όμως και στα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, ενώ λέει και κάποια λαϊκά τραγούδια του Στέλιου Βαμβακάρη.
Είναι όμως η τελευταία φορά που ακούγεται. Ύστερα από ταλαιπωρία ενός χρόνου με την επάρατη νόσο, φεύγει για πάντα στις 8 Φεβρουαρίου του 1980.