Η συνεργασία όλων των εμπλεκομένων φορέων και η αντιμετώπιση της παλιάς πόλης ως πολιτιστικού αγαθού αποτελούν το πρώτο σημαντικό βήμα για την προσπάθεια αναβάθμισης και προστασίας της μεσαιωνικής πόλης των Χανίων και την ένταξή της στον κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Η εισήγηση της Ομάδας Εργασίας του ΤΕΕ - ΤΔΚ, η οποία απαρτίζεται από τους αρχιτέκτονες μηχανικούς Ιωάννη Χριστοδουλάκο, Γεωργία Νικηφοράκη, Ζαχαρία Πιστόπουλο, Ηλία Χριστοδουλάκη και τον πολιτικό μηχανικό Κώστα Μπροκαλάκη, είχε ως θέμα «Στρατηγικός σχεδιασμός αναβάθμισης και προστασίας της μεσαιωνικής πόλης Χανίων. Δυνατότητα ένταξης στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO» και περιλαμβάνει τρία στάδια, ενώ όπως υπογράμμισαν οι εισηγητές «η πρόταση δεν κατατίθεται αποκλειστικά για να καταγραφεί η σπουδαιότητα του μνημειακού πλούτου της παλιάς πόλης ή για να πειστούν οι αρμόδιοι για την αξία της και τη δικαιωματική της ένταξη στον κατάλογο, αλλά επειδή θεωρούμε ότι είναι ο δρόμος που μπορεί ν’ ακολουθήσει η τοπική κοινωνία, αν θέλει να προστατέψει, να αναδείξει και να αναβαθμίσει την παλιά πόλη».
“Η ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΗ”
Οι εισηγητές αναφερόμενοι στο πρώτο στάδιο ενός ολοκληρωμένου σχεδιασμού τόνισαν ότι θα πρέπει να υπάρξει μια «συναίνεση για την πόλη» και διευκρίνισαν: «Προκειμένου η τοπική κοινωνία να στηρίξει μια προσπάθεια αναβάθμισης της παλιάς πόλης θα πρέπει αρχικά να συσταθεί ένα σύστημα συνεννόησης, στο οποίο θα εμπλέκονται και θα συμμετέχουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι: οι δημόσιοι φορείς (Δήμος Χανίων - Γραφείο Παλιάς Πόλης, υπηρεσίες ΥΠΠΟ: 28η ΕΒΑ, ΚΕ’ ΕΠΚΑ, υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων), οι θεσμικοί φορείς (ΤΕΕ - ΤΔΚ, σύλλογος Αρχιτεκτόνων, Πολυτεχνείο Κρήτης - Αρχιτεκτονική Σχολή, ΚΑΜ), οι κοινωνικοί φορείς (ΙΛΑΕΚ, Σύλλογος Καταστηματαρχών, Σύλλογος Κατοίκων Π. Πόλης), οι κινήσεις πολιτών (“Ποδηλάτρεις”, Κίνηση Πεζών κ.ά.), καθώς και άλλες οικονομικές και κοινωνικές κατηγορίες. Όλοι θα κληθούν να προσδιορίσουν τις κατευθύνσεις και τη στρατηγική που θα ακολουθηθεί και τον λεπτομερή καθορισμό των στόχων που πρέπει να επιτευχθούν και των μέσων για την επίτευξή τους».
Οι εισηγητές επεσήμαναν ότι απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό είναι η αντιμετώπιση του ιστορικού κέντρου ως πολιτιστικού αγαθού.
«Θα πρέπει δηλαδή -σημείωσαν- να θεωρηθούν αυτονόητες αξίες τα εξής σημεία:
- Να αποκλειστεί το ιστορικό κέντρο από την επιθετική στάση της σύγχρονης πόλης. Ο κτηριακός πλούτος και ιστός να διατηρηθεί ως “ενιαίο μνημείο” που εμπεριέχει πολλαπλά ποιοτικά στοιχεία και πολεοδομική ποιοτική ενότητα και δεν διατίθεται ως χώρος εύπλαστος - ευμετάβλητος ανάλογα με τις “πιέσεις” ή ανάγκες. Οποιαδήποτε αλλαγή θα πρέπει να διατηρεί και να αναδεικνύει αυτές τις ειδικές και ποιοτικές αξίες.
- Να πρέπει να επαναδιατυπωθεί και να επανασυνδεθεί η διάρθρωση των πολεοδομικών σχέσεων του υφιστάμενου ιστού. Οι ανοιχτοί χώροι και οι δρόμοι να βρίσκονται στο κέντρο των επεμβάσεων και το κτηριακό ιστορικό απόθεμα να συντηρείται και να μην προσφέρεται ως υλικό που θυσιάζεται.
- Η πόλη του παρελθόντος να εκλαμβάνεται ως “απόθεμα” που η επιρροή του μπορεί να αξιοποιηθεί για την αναβάθμιση και ανάπλαση της σύγχρονης πόλης».
“Ο ΑΣΤΙΚΟΣ ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ”
Σε δεύτερη φάση -όπως ανέφεραν- κρίνεται απαραίτητος ο “αστικός επαναπροσδιορισμός”, τονίζοντας ότι χρειάζεται μια κριτική αποτύπωση του ιστορικού κέντρου για να διαπιστωθούν τα δυνατά και αδύνατα σημεία του, η διασύνδεση με τα υπόλοιπα τμήματα της πόλης καθώς και η επιρροή του στον νομό, την Κρήτη κ.α.
«Δια μέσου της κριτικής αποτίμησης θα διαπιστωθούν οι προβληματικές περιοχές με όρους ποιότητας (λ.χ. περιοχές ασύνδετες, χωρίς πολεοδομική οργάνωση, υποβαθμισμένες, χωρίς ταυτότητα και δυναμική) σε μια προοπτική της σύνδεσής τους σε ένα συνεκτικό αστικό σύστημα και με τη λογική της αναβάθμισης της περιοχής. Οι δυναμικές κατευθύνσεις επικεντρώνονται στην αναβάθμιση και προστασία της πολιτιστικής - αρχιτεκτονικής κληρονομιάς ως πολιτιστικού αγαθού που θα επιφέρει την τοπική ανάπτυξη».
Στόχοι αυτής της διαδικασίας, όπως εξήγησαν, θα είναι η αναβάθμιση των υποβαθμισμένων περιοχών, η «επέκταση» των ποιοτικών στοιχείων του ιστορικού κέντρου στο σύνολο της πόλης και η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων, διευκολύνοντας παράλληλα σχετικές επενδύσεις.
Συνεχίζοντας οι εισηγητές ανέφεραν συνοπτικά τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της παλιάς πόλης.
Σε ό,τι αφορά τα πρώτα υπογράμμισαν μεταξύ άλλων την πυκνή συγκέντρωση αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, τη διαχρονική ύπαρξη της πόλης (παλίμψηστο), την πλούσια ιστορική και καλλιτεχνική κληρονομιά, την υψηλή περιβαλλοντική αξία, τη σχέση με τη θάλασσα, το γεγονός ότι αποτελεί τουριστικό πόλο αλλά και τις σύγχρονες δυνατότητες που προσδίδουν οι χώροι πολιτισμού και το ανθρώπινο δυναμικό που ασχολείται με τη συντήρηση και προστασία του μνημείου.
Σε ό,τι αφορά τα αδύνατα σημεία επικεντρώθηκαν στο κυκλοφοριακό, τη δυσκολία εξασφάλισης χώρων στάθμευσης για τους κατοίκους, τα προβλήματα αποκομιδής των σκουπιδιών, την ελλιπή χρηματοδότηση για τις αναστηλώσεις δημοσίων κτηρίων, την αταξία στους «ελεύθερους χώρους», τη μικρή συνειδητοποίηση των κατοίκων, τον ελλιπή συντονισμό των υπηρεσιών, την έλλειψη πρασίνου και την επικράτηση της τουριστικής χρήσης. Σημαντικές απειλές για την παλιά πόλη αποτελούν, όπως τόνισαν, η ανεξέλεγκτη τουριστική «πίεση» και κυκλοφορία, η περιβαλλοντική υποβάθμιση και η μείωση των κατοίκων που συνεπάγεται απώλεια του «ενδιαφέροντος» για τη συνοικία.
ΤΟ “MASTER PLAN”
Το τρίτο στάδιο της πρότασης περιλαμβάνει -όπως εξήγησαν οι εισηγητές- τη σύνταξη ενός master plan (κεντρικό σχέδιο) με τους εξής άξονες: τη βελτίωση των υποδομών και εξυπηρετήσεων, την προώθηση δεσμών μεταξύ λειτουργικών κέντρων (πόλων) και αστικών τμημάτων, με στόχο ένα ολοκληρωμένο σύστημα μελετών για το ιστορικό κέντρο: «Το master plan -σημείωσαν- προσδιορίζει τις δράσεις και τις πιλοτικές επεμβάσεις, ώστε να προκύπτει προστιθέμενη πολεοδομική ποιότητα στον ιστορικό ιστό, καθιστώντας το ιστορικό κέντρο έναν ποιοτικό “πόλο” για το σύνολο της πόλης, του νομού και του νησιού. Στο στάδιο αυτό και τη διαδρομή από το γενικό στο ειδικό, ξεχωρίζουμε από τη μία πλευρά τις μελέτες, τα πολεοδομικά εργαλεία και τις στοχευμένες επεμβάσεις, και από την άλλη αυτούς που υλοποιούν και κατασκευάζουν, όπως δημόσιες υπηρεσίες, ιδιώτες, εργολάβους, επενδυτές, κινήσεις πολιτών και πολίτες, που δια μέσου συμφωνιών και συμβάσεων θα κάνουν το στρατηγικό σχέδιο αναβάθμισης εφαρμόσιμο».
Στο πλαίσιο αυτό, επεσήμαναν, η αυτοδιοίκηση θα εποπτεύει και θα φροντίζει για τη συνεργασία και αναβάθμιση των σχέσεων μεταξύ του πολιτιστικού και κατασκευαστικού τομέα και συνολικά της κοινωνίας.
«Τελικός στόχος είναι η δημιουργία ενός αστικού ιστορικού περιβάλλοντος περισσότερου ελκυστικού, τόσο για τους χρήστες όσο και για όλες τις κοινωνικές κατηγορίες ή για μελλοντικούς επενδυτές, καθώς θα αντιμετωπίζει τα όποια θέματα σύμφωνα με τις διατυπωμένες ανάγκες των πολιτών και με όρους καλύτερης βιωσιμότητας και λειτουργίας».
Οι εισηγητές τόνισαν ότι στοχεύοντας στην ποιότητα του περιβάλλοντος, στις υποδομές, τις πολιτιστικές εξυπηρετήσεις, την αναψυχή, σε ένα οργανωμένο σύστημα προσπελασιμότητας με μαζικά μέσα, σε επιφάνειες για πεζούς, θεματικές διαδρομές, συμβατό αστικό εξοπλισμό, θα προκύψει «προστιθέμενη αξία» στην πόλη και πρόσθεσαν: «Με τα τρία αυτά στάδια που περιγράψαμε πιστεύουμε ότι θα προκύψει ένα σχέδιο - μοντέλο που θα υποστηρίζει την αναβάθμιση του ιστορικού κέντρου δια μέσου ενός ολοκληρωμένου αλληλοεξαρτώμενου συστήματος μελετών με ποιοτικές αρχές. Κλείνοντας θα θέλαμε να τονίσουμε ότι η τοπική αυτοδιοίκηση θα πρέπει να έχει την ευθύνη της εποπτείας και υλοποίησης του “σχεδίου” με τη σύμφωνη γνώμη των υπηρεσιών του ΥΠΠΟ και του ΥΠΕΧΩΔΕ, της Νομαρχίας, της Περιφέρειας, τη στήριξη του ΤΕΕ και του συλλόγου Αρχιτεκτόνων, εφόσον εξασφαλιστούν δεσμεύσεις – συμβάσεις – συμφωνίες - μεταξύ των παραπάνω και των εμπλεκομένων πολιτών, εταιρειών - επιχειρήσεων, ιδιωτών. Προτείνουμε δε την ύπαρξη ενός στελεχωμένου, αναβαθμισμένου σε αρμοδιότητες, συντονιστικού οργάνου του συνόλου των τοπικών υπηρεσιών, με δυνατότητες σύνταξης μελετών για την προστασία, ανάδειξη και την εξυπηρέτηση της προοπτικής διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς της παλιάς πόλης Χανίων. Τον σημαντικό αυτό ρόλο, αρμοδιότητα και εποπτεία πρέπει να αναλάβει το αναβαθμισμένο Γραφείο Παλιάς Πόλης που στο πλαίσιο και τους στόχους της Προγραμματικής Σύμβασης να αποτελέσει τον μοχλό διάσωσης και ανάπτυξης της ιστορικής, πολιτιστικής, αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και παράδοσης της πόλης μας».
Πηγή: haniotika-nea.gr