Με την κατάθεση του νεαρού φίλου του Φώντα Κουκουλά, ο οποίος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας στο αιματηρό περιστατικό που σημειώθηκε τον Μάρτιο του 2009 στα Περιβολάκια Κισάμου Χανίων, συνεχίστηκε χθες η ακροαματική διαδικασία στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Ηρακλείου.
Ο φίλος του θύματος περιέγραψε τα όσα συνέβησαν την επίμαχη ημέρα και εν
πολλοίς ταυτίστηκε με τα όσα είχε καταθέσει την πρώτη ημέρα της δίκης η
μάνα του 25χρονου.
Κομβικό σημείο στη γραμμή που ακολουθούν οι δύο πλευρές είναι το ποιος πυροβόλησε πρώτος.
Η πολιτική αγωγή επιμένει ότι ο άτυχος Φώντας Κουκουλάς πυροβολήθηκε ενώ
αποχωρούσε από τον τόπο της συμπλοκής και μάλιστα πυροβολήθηκε σχεδόν
πισώπλατα.
Υποστηρίζεται ακόμα ότι πυροβόλησε δύο φορές με την καραμπίνα
που κρατούσε ενώ ήδη είχε τραυματιστεί και έπεφτε αιμόφυρτος στο
έδαφος. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της πολιτικής αγωγής ο ένας
πυροβολισμός ρίφθηκε προς τα πάνω και λοξά και ο δεύτερος «παίχτηκε» ενώ
ήδη είχε πέσει ανάσκελα. Ο δεύτερος πυροβολισμός είχε κατεύθυνση προς
την πλευρά των κατηγορουμένων σε απόσταση περίπου 30 μέτρων.
Η υπεράσπιση καλείται να πείσει την έδρα και κυρίως τους ενόρκους ότι
εκείνος που πυροβόλησε πρώτος ήταν το θύμα και ότι ο 27χρονος βασικός
κατηγορούμενος αναγκάστηκε να ανταποδώσει τα πυρά, ευρισκόμενος σε
άμυνα.
Όταν σημειώθηκε η συμπλοκή ανάμεσα στους γονείς του θύματος και στα μέλη
της οικογένειας των κατηγορουμένων, ο Φώντας βρισκόταν με το φίλο του
σε άλλο αμπέλι ιδιοκτησίας του δεύτερου.
Ένα τηλεφώνημα που δέχτηκε ήταν εκείνο που τον έβγαλε εκτός εαυτού και
τον κινητοποίησε. Η μητέρα προχθές αρνήθηκε ότι εκείνη είχε τηλεφωνήσει
στο μοναχογιό της. Χθες ο φίλος του κατέθεσε ότι πιθανότατα τον
ενημέρωσε για το συμβάν ο Αλβανός εργάτης που ήταν παρών. Προανακριτικά
είχε καταθέσει ότι την κλήση έκανε η μητέρα.
Σε κάθε περίπτωση ο 25χρονος επέστρεψε στο χωριό, πέρασε από το πατρικό
του, πήρε μία καραμπίνα και κατευθύνθηκε στον τόπο της συμπλοκής.
Σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει ο φίλος του, άρχισε να τρέχει με φόρα προς
το σημείο όπου βρίσκονταν οι κατηγορούμενοι, κρατώντας την καραμπίνα.
Εκεί συνάντησε δύο γυναίκες από την άλλη οικογένεια που του συνέστησαν
να φύγει για να μην γίνει κακό. Πάνω του έπεσε τόσο η μητέρα του όσο και
ο φίλος του για να αποσπάσουν την καραμπίνα. Τον έπεισαν τελικώς και
ενώ αποχωρούσαν όλοι, έγινε το κακό.
«Ανηφορίζαμε για να φύγουμε. Εγώ ήμουν πίσω από τον Ξενοφώντα. Ακούσαμε
από τα δεξιά ένα θόρυβο αυτοκινήτου. Γύρισα να δω και αναγνώρισα ότι
ήταν το αυτοκίνητο ενός εκ των κατηγορουμένων. Ο Φώντας γύρισε προς τα
δεξιά για να δει ποιος ήταν. Την στιγμή εκείνη ακούστηκαν οι
πυροβολισμοί. Τότε πρέπει να χτυπήθηκε. Ίσως από αντίδραση πυροβόλησε
μία φορά προς τα πάνω και λοξά. Μετά έπεσε στο έδαφος ανάσκελα.
Νόμιζα ότι γλίστρησε. Κρατούσε την καραμπίνα και πάτησε την σκανδάλη
προς την πλευρά του αυτοκινήτου» είπε στην κατάθεση του, υπογραμμίζοντας
ότι και ο ίδιος φοβήθηκε για τη ζωή του αφού οι σφαίρες περνούσαν δίπλα
από το κεφάλι του ή έσκαγαν στο χώμα.